ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ.



Δεν αξίζει καν τον κόπο να σχολιάσουμε όσα έγιναν προχθές βράδυ στην Βουλή.

Ποιός ψήφισε τί,

..ποιός δεν ψήφισε,

..ποιός συμφώνησε με ποιόν,

..ποιοί έκαναν γαργάρες,

..ποιοί υπερασπίστηκαν τον λαό και το Σύνταγμα και ποιοί όχι,

..ΠΟΙΟΙ ΦΟΡΟΥΝ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ,

..και ποιανών τα παντελόνια έχουν περιεχόμενο,
..τίνων το εγκεφαλικό λίπος επηρρεάζει την σκέψη,

..και τίνων τα πόδια πατούν γερά στην γή γιατί οι τσέπες τους είναι πολύ βαριές.

Ο λαός έχει καταλάβει τα πάντα. Αλλά τα πάντα.
Και γι αυτό δεν μιλάει.
Ούτε σχολιάζει.

Ούτε κάθεται να χαλάσει τη ζαχαρένια του και τις ελάχιστες μέρες των διακοπών του πολιτικολογώντας και μνημονιολογώντας.

Έχει γυρίσει τις πλάτες. 

Εντελώς όμως.

Κι αυτό δεν προοιωνίζει κάτι καλό γι αυτούς που νομίζουν πως θα την γλυτώσουν.

Δεκαπενταύγουστος αύριο.

Η Ελλάδα τορπιλίστηκε προχθές!

Χρόνια πολλά στον ελληνισμό!
Χρόνια πολλά όσοι εξακολουθείτε να αντιστέκεστε! 





Αττίλας 2: Ο χρόνος σταμάτησε στις 14 Αυγούστου.Ήταν παραμονή της Παναγιάς,......


Ήταν παραμονή της Παναγιάς, 14 Αυγούστου. Οι τριμερείς διαπραγματεύσεις είχαν ναυαγήσει από τα ξημερώματα στις 3:30 π.μ.. Σύμφωνα με την κυβερνητική εκπρόσωπο της ΝΔ, Σοφία Βούλτεψη, όλα αυτά δεν συμβαίνουν στην πραγματικότητα, αφού συνέβησαν στις 20 Ιουλίου, πριν επιστρέψει ο Καραμανλής. Όμως στην πραγματικότητα συμβαίνουν. Μάλιστα μία μόλις ώρα μετά, τα τουρκικά αεροσκάφη θα βομβαρδίζουν την Λευκωσία, την Αμμόχωστο και άλλα μέρη της Κύπρου. Λίγες ώρες μετά τα τουρκικά τεθωρακισμένα θα ανελάμβαναν δράση.
Η αντίδραση των Αθηνών μοναχά ως μηδενική μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού ο Καραμανλής είναι αποκλειστικά απασχολημένος να μετακινεί μονάδες μακριά από την Αθήνα, φοβούμενος τους στρατιωτικούςΑρχηγοί των Ένοπλων Δυνάμεων ήταν οι ίδιοι όπως και τότε στην πρώτη εισβολή στην Κύπρο. Οι ίδιοι άνθρωποι της μεταπολίτευσης, στις ίδιες ακριβώς θέσεις. Η αποστολή επίσης η ίδια. Να μην κάνουν τίποτε!
Αττίλας 2: Ο χρόνος σταμάτησε στις 14 ΑυγούστουΜε την έναρξη των τουρκικών επιχειρήσεων το «η Κύπρος κείται μακράν» γίνεται από λόγος πρακτική. Ουδεμία κίνηση των Ελληνικών Στρατευμάτων δεν παρατηρείται. Αυτό που για τον Κίμωνα το 450 π.Χ ήταν δυνατό, για την κυβέρνηση Καραμανλή είναι αδύνατο. Η Κύπρος προδίδεται για δεύτερη φορά από τους πολιτικούς της μεταπολίτευσης και τους υποτακτικούς τους.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το «Αρχείο Καραμανλή», η μοναδική κίνηση του «κουφού εθνάρχη» θα ήταν η ακόλουθη: «Το πρωί της 11ης Αυγούστου (1974) επληροφορούμην ότι δυνάμεις ελεγχόμεναι από τον Ιωαννίδην επρόκειτο το βράδυ της ιδίας ημέρας να επιχειρήσουν πραξικόπημα (…). Είπον εις τους αρχηγούς των Επιτελείων ότι είναι ζήτημα αξιοπρεπείας και δι’ εμέ και δι’ αυτούς να εξουδετερώσουν εντός της ημέρας τα καρκινώματα αυτά ή άλλως να παραιτηθούν. Τους έταξα προθεσμίαν έως τας 2 μ.μ. διά να μου είπουν εάν αναλαμβάνουν ή όχι την ευθύνην αυτήν και τους εδήλωσα ότι εάν δεν συνεμορφώνοντο θα ήμην υποχρεωμένος ή να παραιτηθώ ή να καλέσω εντός της ημέρας τον λαόν εις την Πλατείαν Συντάγματος και να ζητήσω από αυτόν να κάμει αυτό που εκείνοι θα ηρνούντο ή δεν θα ηδύναντο να μου εξασφαλίσουν -δηλαδή να εξουδετερώσει τους συνωμοτούντας κατά της κυβερνήσεως και του λαού» («Αρχείο Καραμανλή», τ. 8ος, σ. 68).
Η όποια άμυνα των Ελληνικών Δυνάμεων δεν μπορεί να αντέξει πολύ, αφού οι ελληνικές αντιδράσεις περιορίζονται στον διπλωματικό τομέα. Η «δημοκρατία» κοιτάει να προστατεύσει το «τομάρι» της την ώρα που στην Κύπρο χιλιάδες αμάχων δολοφονούνται εν ψυχρώ και Ελληνική Γη καταλαμβάνεται από τον μογγόλο κατακτητή.
Το πρωί της 14ης Αυγούστου δίδεται η μάχη στις «Θερμοπύλες» της Κύπρου, στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Τα παλικάρια της ΕΛΔΥΚ πολέμησαν λίγοι εναντίον πολλών και καλύτερα εξοπλισμένων τούρκων, οι οποίοι υποστηρίζονταν από πυροβολικό και αεροπορία. Οι τούρκοι πραγματοποιούν αλλεπάλληλες αποτυχημένες επιθέσεις που ως μόνο τους αποτέλεσμα έχουν εκατοντάδες νεκρούς. Την επόμενη ημέρα το ίδιο.
Η 16η Αυγούστου έμελε να είναι και η τελευταία ημέρα μάχης στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Από το πρωί το τουρκικό πυροβολικό και η αεροπορία έριχναν βόμβες όλων των ειδών και των διαμετρημάτων στο χώρο του στρατοπέδου. Οι λιγοστοί υπερασπιστές του ατρόμητοι περίμεναν τις τουρκικές δυνάμεις να έρθουν. Στις 12 η ώρα δύο τούρκικοι τεθωρακισμένοι σχηματισμοί ετοιμάζονται για την τελευταία επέλαση στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Το πνεύμα που διακατείχε τους Έλληνες το φανερώνει η στιχομυθία ενός Λοχία με τον Λοχαγό Σταυριανάκο, την οποία και παραθέτουμε, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος και την βρήκαμε στην ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού:

«Δε μου λες, κύριε Λοχαγέ εμείς εδώ οι λίγοι, τι κάνουμε; Τι παριστάνουμε; Τους 300 του Λεωνίδα; Γιατί όσο και να αντέξουμε, όσο και να κρατήσουμε, σε κάποια στιγμή θα πέσουμε».
Και αυτός του απάντησε:
«Άκουσε να σου πω Λοχία. Είμαστε Έλληνες Στρατιώτες, εδώ είναι Ελλάδα και είμαστε υποχρεωμένοι να πέσουμε μέχρι ενός. Τα άρματα θα περάσουν από πάνω μας».
Αυτός ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος.
Λίγο αργότερα, σηκώθηκε από τη θέση μάχης που κατείχε για να εξουδετερώσει πολυβολητή επερχόμενου τουρκικού άρματος. Εκείνη τη στιγμή τον βρήκε το φονικό βλήμα.
Η μάχη συνεχίστηκε για πολλές ώρες ακόμα με τους Έλληνες στρατιώτες να μάχονται ως νέου Σπαρτιάτες. Λίγοι εναντίον πολλών. Με τις ξιφολόγχες τους να προσπαθούν να σταματήσουν τα άρματα. Το ένα κύμα των τούρκων διαδέχεται το άλλο και οι τούρκοι έχουν τρομαχτικές απώλειες.
Το απόγευμα της 16ης Αυγούστου η αυλαία αυτής της μεγάλης μάχης, των νέων Θερμοπυλών του Έθνους θα πέσει. Οι βάρβαροι θα περάσουν, χάριν στην προδοτική στάση της κυβερνήσεως Καραμανλή. 
Αν τόσοι λίγοι κατάφεραν να κρατήσουν μία δυσανάλογα μεγάλη δύναμη για τόσο πολύ, χωρίς ενισχύσεις και υποστήριξη, μπορούμε όλοι να συμπεράνουμε ποια θα ήταν η κατάληξη των δύο τουρκικών εισβολών, αν και στις δύο περιπτώσεις δεν είχαν επέμβει οι πολιτικοί της «δημοκρατίας». 



Οι ρίζες όμως της σημερινής μας οικονομικής χρεοκοπίας βρίσκονται ακριβώς στο μαύρο εκείνο καλοκαίρι της Κυπριακής Τραγωδίας του 1974
Η μεταπολιτευτική δημοκρατία γεννήθηκε πάνω στα ερείπια μιας μεγάλης εθνικής καταστροφής, την οποία ξεπερνά σε σημασία μόνο ο ξεριζωμός του Ελληνισμού της Ιωνίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. 

Οι μέρες που διάγουμε σηματοδοτούν την οριστική κατάρρευση της μεταπολίτευσης, υπό το βάρος της οικονομικής χρεωκοπίας της χώρας. 
Όμως, πολύ πριν χρεωκοπήσει οικονομικά, η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία είχε χρεωκοπήσει ηθικά. Η σημερινή της κατάρρευση, μέσα σε μία ατμόσφαιρα σήψης, αποσύνθεσης και ηθικής παρακμής, ήταν προδιαγεγραμμένη και έχει σε μεγάλο βαθμό τις ρίζες της σε εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1974. 

Την προδίκασε η αδυναμία της, ή ακριβέστερα η συνειδητή της άρνηση, να αποκαθάρει το άγος του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και να αποδώσει δικαιοσύνη για την Κυπριακή Τραγωδία. Τιμωρώντας όσους άνοιξαν την Κερκόπορτα στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας και τιμώντας όσους προέταξαν τα στήθη τους, υπερασπιζόμενοι τέσσερις χιλιάδες χρόνια ελληνικής ιστορίας στο νησί του Ευαγόρα.

Δεν υπάρχει τίποτα το μεταφυσικό σε αυτή τη διαπίστωση. Ούτε η μοίρα της ελλαδικής κοινωνίας το είχε γραμμένο – για όσους την θεωρούν πλοηγό της ζωής, ούτε ο Θεός μας τιμώρησε – για όσους πιστεύουν στην ύπαρξή Του. Απλά, η ηθική συγκρότηση μιας κοινωνίας, αποτελεί ασφαλή οδηγό και πρόκριμα για την κατάληξή της. 

Μία κοινωνία που ανέχτηκε τον ενταφιασμό της διερεύνησης των ευθυνών για μία τέτοια εθνική καταστροφή, ήταν θέμα χρόνου να συναντήσει την επόμενη.
Σαράντα ένα χρόνια μετά
 μετά, είναι ασήμαντος ιστορικός χρόνος. 

Θα μπορούσε να είχε συμβεί αργότερα, ή και νωρίτερα, ήταν όμως νομοτελειακό πως η κατάρρευση θα ερχόταν. Τα συμπτώματα της Ύβρεως που διαπράχθηκε ήσαν πολλά και εξόφθαλμα αλλά και το δέλεαρ που έπεισε το κοινωνικό σώμα να ανεχθεί τη συγκάλυψη, κι αυτό ήταν ευδιάκριτο.

Η Ύβρις υπήρξε τεράστια, ανήκουστη. Κανείς δεν τιμωρήθηκε για την ανείπωτη Τραγωδία! Οι στρατηγοί, ναύαρχοι, πτέραρχοι, και ό,τι άλλο τέλος πάντων ήταν τότε, που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου (ή δεν έκαναν τίποτα για να το εμποδίσουν, αρκούμενοι στο να μιλούν με τους Αμερικανούς και τον ξένο «παράγοντα»), έζησαν – ή ζουν ακόμα – εν τιμή, απολαμβάνοντας τίτλους, συντάξεις και προνόμια. Όσοι ολιγώρησαν μπροστά στον εισβολέα (ενώ ίσως είχαν αποδειχθεί «λιοντάρια» στο πραξικόπημα), δεν ελέγχθηκαν ποτέ. 

O θλιβερός θίασος που υποδυόταν την «ελληνική κυβέρνηση» κατά το πραξικόπημα και την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής, δεν αντιμετώπισε ποτέ τη δικαιοσύνη. Οι πολιτικοί άνδρες που ανέλαβαν τα ηνία στις 23 Ιουλίου, δεν έδωσαν ποτέ εξηγήσεις για όσα έκαναν ή, το κυριότερο, παρέλειψαν να κάνουν, για να υπερασπιστούν την μεγαλόνησο από την ολοφάνερα επικείμενη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων. 

Απεναντίας, όσοι ρίχτηκαν στις 20 Ιουλίου στον αγώνα, με το πάθος που πραγματικά ταίριαζε σε όσους αξιώθηκαν τέτοια τιμή, υβρίστηκαν, συκοφαντήθηκαν και αφέθηκαν ανενδοίαστα στη λήθη, στην αδιαφορία και στην απαξίωση. Και όσοι από αυτούς είχαν την ατυχία να απωλέσουν τη σωματική τους αρτιμέλεια ή την ψυχική και σωματική τους υγεία, υπέστησαν απίστευτους εξευτελισμούς από τη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. 

Οι νεκροί, οι τραυματίες, 
οι αγνοούμενοι, 
οι πρόσφυγες, 
τα ορφανά, 
οι κακοποιημένες γυναίκες της εισβολής, αφέθηκαν να ξεχαστούν. 
Τι τύχη είχε μία δημοκρατία που διαπράττει τέτοια ανομία; 
Δεν ήταν φανερό πού θα κατέληγε;

Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός. Πρόκειται για μία πολιτικο-στρατιωτική ήττα που σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του.

Τι είδους δημοκρατία είναι αυτή που αρνείται να διερευνήσει τα αίτια ενός τέτοιου εφιάλτη, επικαλούμενη πως θα διαταραχθούν οι σχέσεις της χώρας με τον «ξένο παράγοντα»; 

Τι είδους κοινωνία είναι αυτή που ανέχεται, λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια μετά την τραγωδία, υποκριτικό «άνοιγμα» του φακέλου της Κύπρου για να εξυπηρετηθούν εκλογικές σκοπιμότητες της στιγμής;

Δεν της αξίζει να καταρρεύσει μέσα στη γενική καταισχύνη; 
Μία δημοκρατία που αφήνει άταφους και λησμονημένους τους ήρωές της και ατιμώρητους τους υπεύθυνους μίας ιστορικής καταστροφής, επειδή 
«…ανακύπτει κίνδυνος να προκύψουν γεγονότα ικανά να διαταράξουν τας διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος μετ’ άλλων κρατών…», δεν έχει προδιαγράψει το μέλλον της; 

Δεν ήταν φανερό πως η κοινωνία της θα άκουγε κάποτε έναν gauleiter από την Εσπερία να δηλώνει ωμά πως «η εθνική κυριαρχία των Ελλήνων θα περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό»;

Ξέρω πως πολλοί θα καγχάσουν με όσα υποστηρίζει αυτό το σημείωμα. «Τι σχέση έχει», θα πούν, «η οικονομική μας χρεωκοπία, με τα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1974»; “It’s the economy stupid!”, θα φωνάξουν οι γιάπηδες του LSE και του Harvard. Ποιά Κύπρος; Εδώ μιλάμε για ΑΕΠ, spreads, CDS, το διογκωμένο δημόσιο, τα swaps, τι είναι αυτά που μας λές; 

Πικρό και παγωμένο θα είναι όμως το γέλιο τους. Γιατί όλοι ξέρουμε πως μία κοινωνία χρεωκοπεί οριστικά, μόνο όταν διαλυθεί το σύστημα αξιών της. Αυτό είναι που της επιτρέπει να σταθεί όρθια και να αντέξει φυσικές και οικονομικές καταστροφές, πολέμους, αναποδιές και δυστυχίες. 

Η ελλαδική κοινωνία υπονόμευσε το σύστημα αξιών της, όταν απέστρεψε το πρόσωπο από την κυπριακή τραγωδία, για να κυνηγήσει την επίπλαστη οικονομική ευμάρεια της μεταπολίτευσης. Και τώρα είναι γονατισμένη και ανίκανη να αντιδράσει. 

Θα στοιχημάτιζε κανείς, έστω και μία πεντάρα, πως η ελλαδική κοινωνία έχει τη δύναμη να αντέξει μία πτώχευση; Γιατί, το δίλημμα του αν μπορεί να αντέξει κάτι πιο επώδυνο (όπως π.χ. την ανάγκη να υπερασπιστεί ενόπλως την ανεξαρτησία και την ακεραιότητά της), αρνούμαι ακόμη και να το εκφέρω ....

Πιστεύω πως η προσπάθεια που έκανε η κοινωνία μας να αποστρέψει το πρόσωπο από (τις ευθύνες της και το χρέος της προς) την Κύπρο, οδήγησε σε καταστάσεις περίεργες. Η πολιτική μας ηγεσία, γιορτάζει κάθε χρόνο στις 24 Ιουλίου την επάνοδο της Δημοκρατίας, με μία glamorous (παλαιότερα τουλάχιστον) δεξίωση της Προεδρίας. 

Η δεξίωση αυτή και ο χρόνος τέλεσής της, ενσαρκώνει την τραγωδία που ανεπίγνωστα μάλλον, έζησε η δική μου γενιά – η γενιά της μεταπολίτευσης, των σημερινών πενηντάρηδων. 

Ποτέ δεν κατάφερα να συνέλθω από την διαπίστωση πως την ώρα εκείνη, της 23ης Ιουλίου του 1974, που εγώ ανέμιζα μία σημαία στην Αθήνα πανηγυρίζοντας για την κατάρρευση της δικτατορίας, κάποια παιδιά της γειτονιάς μου, της πόλης μου, του συγγενικού μου κύκλου, της διπλανής πόρτας τελικά, πέθαιναν μαχόμενοι στην Κυπριακή Γή, σε μία μάχη αισχρά προδομένη.

Την ίδια ακριβώς ώρα που εγώ ανέμιζα τη σημαία και όλοι γύρω μου πανηγύριζαν, στην Κύπρο, η ΕΛΔΥΚ υπερασπιζόταν το στρατόπεδό της και τα όπλα της έπαιρναν φωτιά. 

Η ελλαδίτικη Α’ Μοίρα Καταδρομών έθαβε 30 καρβουνιασμένα παλικάρια, θύματα της γελοιότητας αυτών που δεν λογοδότησαν ποτέ, και έπαιρνε θέση για τη μάχη που κράτησε ελεύθερο το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Η 33η Μοίρα Καταδρομών είχε παραδώσει στην αγκαλιά του Πενταδάκτυλου τονΤαγματάρχη Κατσάνη και στην Αθανασία τους 120 αξιωματικούς και καταδρομείς της που προσπάθησαν να κλείσουν με τα κορμιά τους το ρήγμα της Κυρήνειας, από όπου έμπαινε σιδερόφρακτος πια ο Αττίλας. 

Η 31η Μοίρα Καταδρομών αγρυπνούσε φυλάγοντας τη ρημαγμένη Κυπριακή Γή, ανασταίνοντας με τη λαμπρή της δράση από τον Πενταδάκτυλο ως το Πυρόι, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του Πλαστήρα. Και η Δόξα μελετούσε το ανάστημα του Παύλου Κουρούπη, του Ελευθέριου Τσομάκη και των λαμπρών συμμαχητών τους, που διάλεξαν να στοιχειώσουν την Κυρήνεια με τη θυσία τους, παρά να φύγουν. Εμείς όμως στην Αθήνα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τίποτα από αυτά δεν γνωρίζαμε και τίποτα από αυτά δεν φαινόταν να μας νοιάζει. 

Το πανηγύρι της Μεταπολίτευσης, μόλις είχε ξεκινήσει. Δεν το σταματούσε ούτε η κλαγγή των όπλων, ούτε ο ορυμαγδός της μάχης από τη μαρτυρική Κύπρο. Δεν το σταμάτησε ούτε ο Αττίλας ΙΙ. Μόνο τώρα πια σταματάει, μάλλον με τον τρόπο που του άξιζε ....

Θα πρότεινα στο σημείο αυτό, πριν αποτιμήσει ο αναγνώστης τα όσα έγραψα σε αυτό το σημείωμα, να κάνει λίγο ακόμα υπομονή, και να γυρίσει τη ματιά του 80 χρόνια πίσω, για να κάνει μία σύγκριση. Για να σκεφτεί, αν ο ισχυρισμός του σημειώματος αυτού πως η ρίζα της χρεωκοπίας βρίσκεται στην απροθυμία της ελλαδικής κοινωνίας να αποκαθάρει το άγος του 1974, έχει κάποια βάση. 

Το Σεπτέμβρη του 1922, φαινόταν να καταρρέει όχι μόνο η «Μεγάλη Ιδέα» αλλά ολόκληρο το Ελληνικό Κράτος. Τελείωνε με το χειρότερο δυνατό τρόπο μία πολεμική περιπέτεια δέκα ετών. 

O διπλασιασμός της εδαφικής έκτασης της χώρας (1912-13) κινδύνευε να εξανεμιστεί από την οδυνηρή ήττα στη Μικρά Ασία, που έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη του Έθνους. Τα πάντα κατέρρεαν. Τα θλιβερά απομεινάρια μιας ένδοξης Στρατιάς διέρρεαν σε αποσύνθεση, μαζί με πλήθη προσφύγων που ετοιμάζονταν να περάσουν το Αιγαίο και να έλθουν στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Ας κάνει τώρα ο αναγνώστης ένα μικρό χρονικό άλμα: μόλις 18 χρόνια μετά, και μάλιστα ύστερα από μία περίοδο ανώμαλου πολιτικού βίου και αλλεπάλληλων στρατιωτικών κινημάτων, μία επίσημη χρεωκοπία (1932) και μία τετράχρονη δικτατορία, το ίδιο Έθνος έγραφε την εποποιία του ’40, γονατίζοντας κυριολεκτικά (τη μία) και ηθικά (την άλλη), δύο αυτοκρατορίες της εποχής.

Πώς επετεύχθη αυτό; Θα είχε συμβεί αν δεν είχε αποκαθαρθεί το άγος της Μικρασιατικής Καταστροφής με την δίκη και την εκτέλεση των 6; Θα είχε καταφέρει χωρίς αυτή την κάθαρση, η ηγεσία της εποχής, να συγκροτήσει τη Στρατιά του Έβρου και να επιτύχει τους όρους της Λωζάνης; Θα είχε σταθεί όρθιο το Έθνος; Αμφίβολο. Του «Έθνους η ειμαρμένη» απαίτησε Κάθαρση. Τιμωρία. Για κάποιους ίσως άδικα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς.

Ας συγκρίνει λοιπόν τώρα ο αναγνώστης, το τότε και το σήμερα. Η φτωχή, ηττημένη, ταπεινωμένη Ελλάδα του 1922, μετά την Κάθαρση της Μικρασιατικής Τραγωδίας στάθηκε στα πόδια της και ανάγκασε 18 χρόνια μετά όλη την οικουμένη να υποκλιθεί στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής. 

Αντίθετα, η ευημερούσα Ελλάδα του 1974, «ταϊστηκε» με «δημοκρατία», «σοσιαλισμό» και «οικονομική ανάπτυξη», και αγνόησε την ιστορική αναγκαιότητα και την αδήριτη εσωτερική ανάγκη του κοινωνικού σώματος για τιμωρία των ενόχων της Κυπριακής Τραγωδίας.

Σαράντα ένα χρόνια μετά, και αφού είδε να περνά μπροστά της τόσος πλούτος όσος ίσως δεν είχε εμφανιστεί σε καμμία άλλη περίοδο του ελεύθερου βίου της, η Ελλαδική κοινωνία καταρρέει παταγωδώς. Καταρρέει, βασανιστικά και εξευτελιστικά, περίγελως των Εθνών της Γης. 

Μη έχοντας ηθική πυξίδα, εκμαυλισμένη και αποπροσανατολισμένη, διαλύεται αδυνατώντας να βρεί στήριγμα στην εθελόδουλη μεταπολιτευτική πολιτική elite, αλλά και στη γελοία, νεο-πλουτίστικη οικονομική elite (της οποίας οι «εκλεκτοί», κάποτε διασκέδαζαν εκτοξεύοντας αλλήλοις αστακούς, σε εκείνα τα «υπέροχα» καλοκαιρινά μυκονιάτικα parties της περιόδου του Χρηματιστηρίου, έξοχα δείγματα της αισθητικής μιας μεταπολίτευσης που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του Κυπριακού Ελληνισμού). 

Μετά από αυτή την ιστορική αντίστιξη, ας καγχάσει όποιος θέλει για το περιεχόμενο αυτού του άρθρου. Αν μπορεί, φυσικά. Οι σκιές του Κυπριακού καλοκαιριού του 1974, και το βλέμμα εκείνου του αγοριού μπροστά στον τοίχο που κραυγάζει μέσα στην εκκωφαντική σιωπή της φωτογραφίας 

«Κανένας δεν ξεχνά, Τίποτα δεν ξεχνιέται!» θα στοιχειώνουν για πάντα τις μέρες μας. 

Η Κύπρος τιμωρεί διαχρονικά και αυτούς που «εμήδισαν», και αυτούς που την ξέχασαν. Μάλλον, δεν θα καταφέρουμε να μάθουμε με σιγουριά αν κάποιοι «εμήδισαν», απλά το υποπτευόμαστε. Σίγουρα όμως, η ελλαδική κοινωνία επέλεξε να ξεχάσει. 

Αλλά, όπως μαρτυρά ο σοφός λαός, όπως στρώνει κανείς, έτσι κοιμάται.

Kίμωνος, του Αθηναίου